5/4/12

Λιανεμπόριο τροφίμων: 2 δις ευρώ όφελος για επιχειρήσεις και καταναλωτές με την πλήρη απελευθέρωση τηα αγοράς

Κι όμως λεφτά υπάρχουν. Δυστυχώς όμως εξαιτίας του αναχρονιστικού πολύπλοκου πλαισίου που υπάρχει και των εμποδίων που αυτό θέτει στην αγορά και δη στη λειτουργία του λιανεμπορίου τροφίμων χάνονται ετησίως 2 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή, το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης αναζητά τρόπους, μέσω νέων περικοπών και αυξήσεων σε φόρους, προκειμένου να καλύψει τις “μαύρες τρύπες” του προϋπολογισμού. Αναζήτηση η οποία, όπως έχει αποδείξει η πρόσφατη ιστορία, περιορίζεται σε νέα πρόσθετα μέτρα.
Και όλα αυτά όταν 1 δισ. ευρώ, από τα συνολικά 2 δισ. ευρώ, μπορεί να συνεισφέρει ετησίως το λιανεμπόριο τροφίμων στα ταμεία του Κράτους (το άλλο 1 δισ. ευρώ αφορά εξοικονόμηση για τον καταναλωτή).

Έσοδο που θα προέλθει από την αύξηση των φορολογικών εσόδων (φόρος εισοδήματος και ΦΠΑ) και κατ’ επέκταση την πάταξη της φοροδιαφυγής και του παρεμπορίου.

Όπως υποστηρίζουν παράγοντες της αγοράς, αλλά και όπως έχει αποτυπωθεί σε σχετικές μελέτες, μεταξύ των οποίων και αυτή της McKinsey, η άρση περιορισμών στην πώληση συγκεκριμένων κατηγοριών προϊόντων, η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς, η απλοποίηση των κανονιστικών απαιτήσεων, θα μπορούσε να δώσει προστιθέμενη αξία της τάξης των €4 δισ. και αύξηση των φορολογικών εσόδων τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ ετησίως.

Παράλληλα με τις πρωτοβουλίες αυτές, η ανταγωνιστικότητα του τομέα μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά, η παραγωγικότητα μπορεί να αυξηθεί κατά περίπου 22%, οι θέσεις εργασίας μπορεί να αυξηθούν τουλάχιστον κατά 10.000 και οι πωλήσεις του λιανεμπορίου κατά περίπου 1,5 δισ. ευρώ.

Φυσικά για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι πρέπει το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία να προχωρήσουν σε άρση γραφειοκρατικών, αναχρονιστικών και παροχυμένων νομοθετημάτων. Τα οποία όχι μόνο έχουν ξεπεράστει από την πάροδο των ετών αλλά ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό, για το υψηλό κόστος με το οποίο αναγκάζονται να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις και το οποίο καλούνται να πληρώσουν οι Έλληνες πολίτες.

Εκτός από τα κρατικά έσοδα, κερδισμένος από τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας της αγοράς όπως υποστηρίζεται θα είναι και ο καταναλωτής.

Το όφελος προσδιορίζεται και αυτό στο επίπεδο του 1 δισ. ευρώ ετησίως και θα έρθει από την πολυπόθητη και λόγω κρίσης, μείωση των τιμών, η οποία θα προέλθει από τον περιορισμό του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων (λιγότερα διοικητικά και γραφειοκρατικά εμπόδια) και την αύξηση της διείσδυσής τους μέσω της δημιουργίας μεγαλύτερων σχημάτων.

Η έρευνα της McKinsey Ο μεγάλος κατακερματισμός της ελληνικής αγοράς βρίσκεται σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey πίσω από τη χαμηλή παραγωγικότητα του κλάδου σε σύγκριση με τον μέσο κοινοτικό όρο ενώ σχετίζεται και με τις υψηλές τιμές των προϊόντων.

Στην Ελλάδα το οργανωμένο λιανεμπόριο ελέγχει μερίδιο 48%, όταν στην Γαλλία είναι 87%, στην Ιταλία 74% και στην Πορτογαλία 79%!

Ειδικότερα και σε ότι αφορά στο ετήσιο κέρδος που θα έχει ο Έλληνας καταναλωτής μέσα από αυτές τις αλλαγές που προτείνει το λιανεμπόριο αλλά και οικονομικοί φορείς της χώρας, μεταφράζεται σε 400 ευρώ ανά οικογένεια, ποσό που αντιστοιχεί με τα σημερινά δεδομένα σχεδόν σε ένα μηνιάτικο!

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η απαγόρευση που υπάρχει στα οχήματα ΙΧ του λιανεμπορίου τροφίμων να μεταφέρουν τρόφιμα και μη τρόφιμα, κάτι που επιτρέπεται στα ΔΧ επιβαρύνει το κόστος 8-10 σέντς ανά τεμάχιο.
Παρά την επιτακτική ανάγκη αύξησης της συνολικής προσφοράς της οι­κονομίας και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, η απελευθέρωση των αγορών, όπως σημειώνει και το ΙΟΒΕ σε πρόσφατη έκθεσή του έχει καθυ­στερήσει, ενώ από τα 250 εμπόδια στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα που έχει εντοπίσει ο ΣΕΒ, λιγότερο από το 10% έχει αντιμετωπιστεί.

Το πιο σημαντικό από αυτά τα εμπόδια σχετίζεται με τη νομοθεσία για τις χρήσεις γης και τις περιβαλλοντικές άδειες, με τις γνωμοδοτήσεις του ΣτΕ να συμβάλλουν σημαντικά στην καθυστέρηση ή και την εμπλοκή των υποθέσεων.

Την ίδια ώρα οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα συνεχίζουν να βρίσκονται στην κορυφή της λίστας, όπου αναφέρεται ότι πιέζονται λόγω γραφειοκρατίας (57%), γεγονός που προκαλεί ενδιαφέρον για μία οικονομία που αγωνίζεται να κάνει τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητάς της. Στη λίστα ακολουθούν δύο αναδυόμενες χώρες: η Βραζιλία και η Πολωνία (και οι δύο με 50%).

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Powered by Blogger